- θανατοῦτε
- θανατόωput to deathpres imperat act 2nd plθανατόωput to deathpres ind act 2nd plθανατόωput to deathimperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θανατώνω — (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] 1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ. β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, όομαι… … Dictionary of Greek